βελανίδι

βελανίδι
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 250 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πηνείας.
* * *
βελανιδιά κ.λπ.
βλ. βαλανίδι κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαλάνι — το και βαλανίδι και βελανίδι (AM βαλάνιον, Α και βαλανίδιον) ο καρπός της βαλανιδιάς νεοελλ. 1. το κύπελλο του καρπού το οποίο χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία 2. πληθ. οι όρχεις αρχ. 1. αφέψημα από βαλανίδια 2. καθαρτική βάλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ …   Dictionary of Greek

  • άκυλος — Παλαιά ονομασία του κορκού της δρυός της κοκκοφόρου (βελανίδι) και του βαλανόμορφου καρπού της πουρναριάς. Ά. λεγόταν και αρχαίο κόσμημα που είχε το σχήμα βελανιδιού. Κοσμήματα του είδους ήταν συνηθισμένα στην αρχαία Μακεδονία. * * * ο, η (Α… …   Dictionary of Greek

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • βαλανιδιά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται προς τα νοτιοδυτικά του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελλών. * * * και βελανιδιά, η [βαλανίδι και βελανίδι] 1. κοινή ονομασία του δέντρου… …   Dictionary of Greek

  • βαλανώδης — βαλανώδης, ες (Α) [βάλανος] όμοιος με βελανίδι …   Dictionary of Greek

  • κυπελλοφόρα — Άλλη ονομασία της οικογένειας των φυγιδών (fagaceae), η οποία περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά με χαρακτηριστικούς καρπούς, που περιβάλλονται από ιδιόμορφο περίβλημα, το κύπελλο. Στα κ. υπάγονται όλα τα είδη βελανιδιάς (γένος Querqus) –τα κύπελλα… …   Dictionary of Greek

  • μυροβάλανος — η (ΑΜ μυροβάλανος) είδος αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο έλαιο και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βάλανος «βελανίδι»] …   Dictionary of Greek

  • βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… …   Dictionary of Greek

  • Μούδρος — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.039 κάτ.) της Λήμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του ομώνυμου όρμου και στα ανατολικά του νησιού. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Λέσβου. Κόλπος του M. Κόλπος της νότιας ακτής της Λήμνου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”